- θεϊσμός
- οφιλοσοφικοθρησκευτική διδασκαλία που αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός υπερφυσικού Θεού ως δημιουργού της φύσης και των νόμων της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεϊσμός — Βλ. λ. ντεϊσμός. * * * ο (φιλοσ.) μεταφυσική παραδοχή έννοιας θεού υπερβατικού, προσωπικού, που διακρίνεται από τον κόσμο και επενεργεί στη ζωή τών ανθρώπων και στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theism < the (πρβλ. θεο ) + ism… … Dictionary of Greek
Hellenic Polytheistic Reconstructionism — A ceremony at the annual Prometheia festival of the Greek polytheistic group Supreme Council of Ethnikoi Hellenes, June 2006. Ancient Greek religion … Wikipedia
ζωοθεϊσμός — ο ζωολατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootheism < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]*) + theism (πρβλ. θεϊσμός)] … Dictionary of Greek
καθενοθεϊσμός — ο 1. η πίστη σε έναν θεό κάθε φορά 2. η λατρεία ενός θεού σε μία συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να αποκλείεται ή να αποκηρύσσεται η ύπαρξη άλλων θεοτήτων, η εξύψωση ως αποκλειστικά ανώτατου ενός θεού σε μία τελετουργία ή σε έναν ύμνο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανενθεϊσμός — Θεολογική μεταφυσική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το παν βρίσκεται στη θεϊκή ενέργεια. Κατά τη θεωρία αυτή ο θεός και ο κόσμος δεν ταυτίζονται, όπως υποστηρίζει ο πανθεϊσμός, αλλά ο κόσμος περιέχεται στον θεό, χωρίς η θεία ουσία να εξαντλείται… … Dictionary of Greek
τετραθεϊσμός — ο, Ν εκκλ. χριστιανική αίρεση σύμφωνα με τη διδασκαλία τής οποίας εκτός από τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, που λαμβάνονται χωρισμένα το ένα από το άλλο, υπάρχει και τέταρτη υπόσταση, η κοινή ουσία τών τριών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek